προορίσει

προορίσει
προορίζω
determine beforehand
aor subj act 3rd sg (epic)
προορίζω
determine beforehand
fut ind mid 2nd sg
προορίζω
determine beforehand
fut ind act 3rd sg
προορίσει , προορίζω
determine beforehand
aor subj act 3rd sg (epic)
προορίσει , προορίζω
determine beforehand
fut ind mid 2nd sg
προορίσει , προορίζω
determine beforehand
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προορισμός — ο, ΝΜΑ [προορίζω] προκαθορισμός, καθορισμός εκ τών προτέρων (α. «προορισμός τού Ιδρύματος είναι να καλύψει τις ανάγκες της επαρχίας και τής ευρύτερης περιοχής β. «τῆς θείας κελεύσεως ἔργον ἐστὶν ὁ προορισμός», Δαμασκ. Ι.) νεοελλ. 1. σκοπός,… …   Dictionary of Greek

  • προοριστικώς — ΜΑ επίρρ. όπως είχε προορίσει η θεία βουλή, το θέλημα τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προορίζω, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. επιθ. *προοριστικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”